Στα πλαίσια του μαθήματος της Ν. Ε. Λογοτεχνίας στην Α΄ τάξη, αφού μελετήσαμε διάφορα παραμύθια (λαϊκά και λόγια) και αναλύσαμε τα χαρακτηριστικά του παραμυθιού, έγινε προσπάθεια από τους μαθητές να παράγουν το δικό τους παραμύθι. Μερικά δείγματα είναι τα παρακάτω:
Ο αντικειμενικός βασιλιάς
Μια φορά κι ένα καιρό ήταν ένας βασιλιάς-κάμπια. Ήταν αρχηγός ενός χωριού με κάμπιες κάπου στην Αφρική. Οι υπήκοοί του άκουγαν στις διαταγές του και ήταν ευτυχισμένοι. Μια μέρα στο παλάτι του βασιλιά ήρθε ένα παράξενο πλάσμα, είχε όμορφα μικρά φτερά με ωραία χρώματα. Μάλλον πεταλούδα το λέγανε. Ρώτησε λοιπόν ο βασιλιάς ποιος ήταν και τι ήθελε. Η πεταλούδα είπε ότι ήταν υπήκοός του και ξύπνησε μια μέρα με αυτά τα φτερά. Ο βασιλιάς δεν τον πίστεψε και άρχισε να ζηλεύει τα φτερά του. Στο τέλος τον άφησε να μείνει στο χωριό για λίγο καιρό και ξέχασε τελείως το θέμα.
Μετά από λίγες μέρες ήρθαν στο παλάτι τρεις ξένοι παρόμοιοι με τον προηγούμενο. Είπαν και αυτοί ότι ήταν υπήκοοί του και ξύπνησαν μια μέρα με φτερά. Ο βασιλιάς ζήλεψε τα φτερά τους και τους διέταξε να φύγουν αμέσως απ?το παλάτι. Την επόμενη μέρα ο βασιλιάς αποφάσισε να κάνει μια βόλτα στο χωριό. Κατέβηκε με το άλογο του στην γειτονιά. Ξαφνικά άρχισε να βλέπει και άλλα πλάσματα όπως αυτά που πήγαν στο παλάτι του την προηγούμενη μέρα. Είχαν ακόμα πιο όμορφα φτερά και ο βασιλιάς τρελάθηκε απ?τη ζήλια του. Αμέσως έτρεξε με το άλογό του στο παλάτι και ανακοίνωσε στους υπηκόους του ότι οποιαδήποτε πεταλούδα έβρισκαν θα εξοριζόταν απ?το χωριό. Οι καημένοι οι υπήκοοι αναγκάστηκαν να διώξουν τους φίλος και τους συγγενείς τους απ?το χωριό. Ο βασιλιάς ανακουφισμένος ξάπλωσε στο μεγάλο του θρόνο και αποκοιμήθηκε. Όταν ξύπνησε πήγε να κοιταχτεί στον καθρέφτη και τι να δει; Είχε μεγάλα μπλε φτερά και έμοιαζε με πεταλούδα. Σκέφτηκε μετά τι να κάνει για να πείσει τους υπηρέτες του ότι ήταν ο βασιλιάς τους. Κρύφτηκε πίσω από το θρόνο του και περίμενε. Σε λίγο ήρθε η μαγείρισσα να του πει ότι το πρωινό του ήταν έτοιμο. Τον έψαξε λίγο και στο τέλος κοίταξε πίσω από το θρόνο του. Μόλις τον είδε στρίγκλισε λίγο και φώναξε τους φρουρούς του παλατιού. Τον άρπαξαν αμέσως από τα χέρια και τον πέταξαν έξω από το χωριό. Μάταια ο βασιλιάς, προσπαθούσε να τους εξηγήσει ποιος ήταν. Ο βασιλιάς έμαθε το μάθημά του και έζησαν οι πεταλούδες καλά κι εμείς καλύτερα.
Ένα ελατάκι αλλιώτικο απ?τα άλλα
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα ελατάκι διαφορετικό απ?τα άλλα. Ενώ τα άλλα έλατα μεγάλωναν μέρα με την μέρα, αυτό παρέμενε μικρούλικο. Τα μεγάλα έλατα το κορόιδευαν και εκείνο ήταν πολύ στενοχωρημένο.
Οι άνθρωποι πήγαιναν να κόψουν τα έλατα και να τα στολίσουν στα σπίτια τους με πολύχρωμες μπάλες και χριστουγεννιάτικα στολίδια. Φυσικά, κανένας δε γύριζε ούτε καν να κοιτάξει το ελατάκι.
Μια μέρα όμως το έκοψαν και το φόρτωσαν μαζί με τα άλλα σε μια μεγάλη καρότσα. Το ελατάκι χάρηκε πολύ. Μόνο που σε λιγάκι το πέταξαν στην άκρη του δρόμου. Το καημένο βρισκόταν ολομόναχο στην ερημιά. Καθώς πήγαιναν να αγοράσουν ο Πέτρος και οι γονείς τους ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο, ο Πέτρος είδε το ελατάκι και το ήθελε. Οι γονείς του τού είπαν ότι θα αγοράσουν ένα μεγαλύτερο. Τελικά το πήραν και ο Πέτρος το στόλισε με όμορφες μπάλες και γιρλάντες. Το ελατάκι ήταν πολύ χαρούμενο. Όμως ήρθε η ώρα για να βγάλουν τα στολίδια από το ελατάκι και να το πετάξουν. Ο Πέτρος δεν ήθελε να το αποχωριστεί. Έτσι, παρακάλεσε τον μπαμπά του να το φυτέψει. Ο μπαμπάς του έσκαψε μια τρύπα και ο Πέτρος έβαλε μέσα το δεντράκι του. Ο Πέτρος φρόντιζε πολύ το δεντράκι. Μέχρι και τραγούδια τού έλεγε. Το ελατάκι ήταν τόσο ευτυχισμένο, που άρχισε σιγά σιγά να μεγαλώνει.
Τώρα όλοι θαύμαζαν το μεγάλο πια έλατο και ο Πέτρος ήταν πολύ περήφανος γι?αυτό.
ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΟΥ ΠΑΡΑΜΥΘΙ
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια οικογένεια πολύ αγαπημένη και λατρεμένη. Ήταν δύο αδερφάκια πολύ αγαπημένα και παίζανε. Μια μέρα όπως παίζανε πάρα πολύ ωραία τα παιχνίδια τους στην τραμπάλα το ένα αδερφάκι χτύπησε. Το άλλο αδερφάκι που αγαπούσε το αδερφάκι τον πιάσανε τα κλάματα. Το αδερφάκι φώναξε την μαμά τους και πήγαν στο νοσοκομείο. Μετά από πολλές μέρες και εβδομάδες που του πέρασε το πόδι του παίζανε πάλι μια χαρά και έτσι η οικογένεια έζησε καλά και εμείς καλύτερα.
ΜΙΑ ΥΠΕΡΟΧΗ ΕΠΟΧΗ
Μια φορά και έναν καιρό στα πέρατα της γης,
σε μια χώρα μαγική,
σε ένα δάσος ονειρικό,
όπου κάλπαζε η φαντασία , τα όνειρα και η ευτυχία.
Ένας γέρος ευτυχής ,
ζούσε εκεί, σε μια καλύβα μικρή,
στα κόκκινα ντυμένος,
γενναιόδωρος, αθάνατος, με χρυσή καρδιά.
Πολεμούσε στον αέρα, την ζέστη, την βροχή,
των παιδιών τα δώρα ετοιμάσει,
με μαγικό έλκηθρο,
ταξιδεύει, προς τα χιονισμένα σπίτια,
Κάτω από τα στολισμένα δέντρα αφήνει,
δώρα των μικρών παιδιών,
τα κάλαντα λέγονται το άλλο πρωί και μεγάλοι, μικροί,
γιορτάζουν την Χριστουγεννιάτικη μέρα.
Υπεύθυνη καθηγήτρια: Κοντέλλη Βασιλεία